- ἀποτήκω
- ἀπο-τήκω, zerschmelzen, durch Zerschmelzen verzehren; pass., hinschwinden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αποτήκω — (Α ἀποτήκω) ρευστοποιώ κάτι λειώνοντας το αρχ. αφανίζω … Dictionary of Greek
προαποτήκω — Α διαλύω στη φωτιά προηγουμένως, τήκω ε κ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποτήκω «διαλύω κάτι στη φωτιά λειώνοντάς το»] … Dictionary of Greek